- διικνούμαι
- διικνοῡμαι (-έομαι) (Α) [ικνούμαι]1. περνώ ανάμεσα, διεισδύω2. διηγούμαι, εκθέτω3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι4. (για ψυχικά πάθη) υπομένω μέχρι τέλους5. φθάνω ώς ένα σημείο6. πετυχαίνω με βλήματα έναν στόχο.
Dictionary of Greek. 2013.